Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 22 Απριλίου 2020

ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΟΥ ΚΟΡΟΝΟΪΟΥ


Covid –τανικος
Μια φορά κι ένα καιρό, κάποιοι άπληστοι άνθρωποι δημιούργησαν ένα τεράστιο πλοίο. Το έφτιαξαν από φτηνά υλικά, που δεν είχαν δοκιμάσει ποτέ σε άλλα καράβια. Το έκαναν όμως πολύ εντυπωσιακό, για να προσελκύσει ανθρώπους από όλο τον κόσμο και να ταξιδέψουν μαζί του. Χρώματα φανταχτερά στους τοίχους, μεγάλες ξύλινες σκάλες, σαλόνια, τραπεζαρίες, δωμάτια μεγάλα… Και τι δεν είχε! Μπορούσε να καλύψει όλες τις ανθρώπινες ανάγκες. Τουλάχιστον, έτσι φαινόταν. Γιατί στην πραγματικότητα, όλα ήταν ψεύτικα, φτηνά. Το όνομα του πλοίου μεγάλο, όπως και το μέγεθός του. Cοvid – τανικός.
Περήφανοι οι ιδιοκτήτες και οι δημιουργοί του διαφήμισαν το καράβι τους και ήταν έτοιμοι για το πρώτο του ταξίδι. Το μόνο που τους ένοιαζε ήταν να γίνουν ακόμη πιο πλούσιοι από ότι ήταν, χωρίς να υπολογίζουν τις ανθρώπινες ζωές που θα ανέβαιναν στο πλοίο…  Με αυτό το πλοίο θα μπορούσαν να ταξιδέψουν όλοι, έλεγαν. Και πλούσιοι και φτωχοί. Ο καθένας, όμως,  θα βρίσκεται στο επίπεδό του. Τόσο μεγάλος ήταν ο Covid – τανικος. 19 επίπεδα είχε! Ο σκοπός ήταν να κάνει μια τεράστια κρουαζιέρα σε όλον τον κόσμο και από κάθε λιμάνι που θα περνούσε,  να ανέβαινε κι άλλος κόσμος.
Η μέρα έφτασε. Το πλοίο άνοιξε την πόρτα και χιλιάδες ξεχύθηκαν μέσα. Το ταξίδι ξεκίνησε και όλα έμοιαζαν φανταστικά.
Μετά από αρκετές ημέρες, στο πρώτο επίπεδο του πλοίου, μια παράξενη μυρωδιά απλώθηκε στο χώρο. Όχι έντονη, αλλά κάπως ενοχλητική. Σαν παλιό, σάπιο ξύλο βαμμένο με παλιά χαλασμένη μπογιά…  Κανείς δεν έδωσε σημασία. Πέρασαν κι άλλες μέρες, πέρασαν κι άλλα λιμάνια κι κόσμος συνέχεια ανέβαινε στο πλοίο εντυπωσιασμένος! Η μυρωδιά όμως γινόταν εντονότερη και κάποιοι ταξιδιώτες αρρώστησαν. Ανέβασαν πυρετό και όσο περνούσε η ώρα δεν μπορούσαν να αναπνεύσουν. Έτσι το πλήρωμα αναγκάστηκε να τους ανεβάσει στο δεύτερο επίπεδο, που δεν υπήρχε αυτή η έντονη μυρωδιά.
Συνέχισαν όμως να μην μπορούν να αναπνεύσουν και κάποιοι δυστυχώς κατέληξαν. Πολλοί από αυτούς που ήταν στο δεύτερο επίπεδο, αρρώστησαν με τα ίδια συμπτώματα. Σε λίγο το ίδιο συνέβη και στο τρίτο και στο τέταρτο επίπεδο. Οι μέρες περνούσαν και στο πλοίο ανέβαιναν κι άλλοι άνθρωποι από όλον τον κόσμο. Κι αυτοί είχαν την ίδια τύχη με τους προηγούμενους. Το κακό δεν άργησε να απλωθεί και στα 19 πατώματα του πλοίου. Άνθρωποι με προβλήματα υγείας  ή ηλικιωμένοι πέθαιναν ο ένας μετά τον άλλον. Οι νεώτεροι βρέθηκαν βαριά άρρωστοι. Και κάποιοι δε νόσησαν καθόλου.
Οι υπεύθυνοι του πλοίου αποφάσισαν ότι πρέπει να του κατεβάσουν όλους στο επόμενο λιμάνι , για να νοσηλευτούν. Το πλοίο όμως, δεν θα τους έκανε τη χάρη. Στη μέση του ωκεανού άρχισε να κάνει διάφορους θορύβους , λες και έσπαγε. Ο κόσμος, τρομαγμένος και άρρωστος, ζητούσε να σωθεί. Το πλοίο σταμάτησε να κινείται και οι μηχανές έσβησαν. Τόσο άντεξε η σάπια κατασκευή του. Πανικός δημιουργήθηκε στο πλοίο! Όλοι έτρεχαν έντρομοι πάνω κάτω στις σκάλες, φωνάζοντας βοήθεια! Ο καπετάνιος έδωσε εντολή να κλειστούν όλοι στα δωμάτιά τους. , μέχρι να διορθωθεί η βλάβη. Έτσι, οι άνθρωποι υπάκουσαν , μιας και δεν είχαν άλλη επιλογή  και βρέθηκαν απομονωμένοι στα δωμάτιά τους, μόνο με τους δικούς τους ανθρώπους, προσπαθώντας να ηρεμήσουν, να αναρρώσουν και να μην χάσουν τις ελπίδες τους. Ο καπετάνιος, μαζί με τους μηχανικούς, συνέχισαν τις προσπάθειες για να διορθώσουν τη βλάβη,  που ποτέ δε διορθώθηκε. Οι ιδιοκτήτες και οι δημιουργοί του πλοίου δεν βρίσκονταν μέσα. Δεν ρίσκαραν να ταξιδέψουν , γιατί ήξεραν τις συνέπειες. Ο καπετάνιος επικοινώνησε με τον κόσμο της στεριάς και κάλεσε βοήθεια και για το σάπιο καράβι, , αλλά κυρίως για τους ανθρώπους που αρρώσταιναν όλο και περισσότερο.
Οι μέρες περνούσαν με πόνο και θλίψη. Το καράβι στη μέση της θάλασσας φορτωμένο με χιλιάδες αρρώστους. Δεν έχασαν την ελπίδα τους, όμως! Όλοι κοιτούσαν από τα μικρά παράθυρα , περιμένοντας να έρθει η βοήθεια.
Παρακαλούσαν το Θεό να τους σώσει! Ο κάθε λαός, το δικό του θεό. Τίποτα δε γινόταν! Μόνο το μπλε της θάλασσας έβλεπαν. Όλοι , οι κάποτε χαρούμενοι ταξιδιώτες, πλούσιοι και φτωχοί, άσπροι, μαύροι, κίτρινοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά έγιναν μια νοητή αγκαλιά σ’ αυτήν την καταραμένη φυλακή , που τους είχε καταπιεί και περίμεναν υπομονετικά για την ελευθερία τους. Έδιναν κουράγιο ο ένας στον άλλο κι ας μη μιλούσαν την ίδια γλώσσα. Επικοινωνούσαν με ρυθμικά χτυπήματα στους τοίχους. Έτσι ήξεραν ότι ήταν ακόμη ζωντανοί. Όταν πια δεν απαντούσε κάποιος, ο φόβος και η θλίψη μεγάλωναν μέσα τους, αφού ο θάνατος πλησίαζε και δεν έκανε διακρίσεις.
Ένα πρωί, οι προσευχές , οι κραυγές απελπισίας και τα κλάματα καλύφθηκαν από μια φωνή αισιοδοξίας. «Έρχονται!» , ακούστηκε σε όλο το πλοίο. Μια φωνή που κανείς δεν κατάλαβε πώς μπόρεσε να ακουστεί από άκρη σε άκρη. Όλοι έτρεξαν στα παράθυρα. Στο μονότονο μπλε της θάλασσας, εμφανίστηκαν μικρότερα καράβια, γεμάτα με ανθρώπους ντυμένους στα λευκά. Σαν θεόσταλτα λευκά περιστέρια , οι γιατροί πλησίαζαν το καταραμένο πλοίο, χωρίς να φανταστούν τι θα αντιμετώπιζαν. Ξεχύθηκαν στα δωμάτια, φορώντας γάντια και μάσκες. Μοίρασαν όσες μπουκάλες οξυγόνου είχαν και άλλα φάρμακα. Δεν έφταναν. Ήταν λίγα. Έπρεπε να βγουν στη στεριά, για να μπουν όλοι στο νοσοκομείο. Οι τεχνικοί όμως δεν φαίνονταν πουθενά. Έτσι, το καράβι έμενε ακούνητο στη μέση του πουθενά. Οι γιατροί έδωσαν εντολές , σε όλους τους επιβάτες. Θα έπρεπε να παραμείνουν κλεισμένοι στα δωμάτιά τους,  να μην έρχονται σε επαφή με άλλους επιβάτες και να κάνουν υπομονή. Πολλοί γιατροί και νοσηλευτές όμως δεν γλίτωσαν από την κακιά αρρώστια. Ούτε το πλήρωμα, ούτε όποιος ήταν μέσα στο φριχτό καράβι.
Τότε εμφανίστηκαν δύο τεράστια πλοία και με μεγάλο κόπο τράβηξαν τον Covid – τανικό στη στεριά. Κόσμος πολύς περίμενε να δει τους αγαπημένους του , όμως αυτό ήταν απαγορευτικό. Τους απομάκρυναν όλους και οι εγκλωβισμένοι άρχισαν να κατεβαίνουν και να ανασαίνουν ξανά. Το χρώμα στα πρόσωπά τους άλλαζε! Ο πυρετός και η εξάντληση έμεναν μέσα στην τεράστια φυλακή. Οι ιδιοκτήτες του πλοίου δεν ήταν εκεί. Αργότερα μαθεύτηκε ότι είχαν αρρωστήσει , πριν ξεκινήσει το ταξίδι και πως ήταν ακόμη βαριά άρρωστοι.
Αφού κατέβηκαν όλοι, γύρισαν και κοίταξαν το πλοίο με μίσος. Λες και ήταν συνεννοημένοι, όλοι μαζί, πήραν πέτρες στα χέρια τους και άρχισαν να τις ρίχνουν στο πλοίο. Δεν θα σταματούσαν μέχρι να το νικήσουν! Ήταν το λιγότερο που μπορούσαν να κάνουν, για τους ανθρώπους που αυτό το τέρας τους πήρε τη ζωή.
Χιλιάδες πέτρες σαν βροχή έπεφταν επάνω στον εχθρό. Άρχισε να καταρρέει. Να βυθίζεται! Όταν πια δεν είχε μείνει τίποτα στην επιφάνεια της θάλασσας, η ευτυχία γύρισε στα πρόσωπα τους!  Νίκησαν! Όλοι μαζί! Οι συγγενείς και φίλοι έτρεξαν και τους αγκάλιασαν. Δεν υπήρχε φόβος πια. Ο εχθρός πέθανε. Και μαζί του πήρε και τους δημιουργούς του, αφού δεν άντεξαν από τις τύψεις.
Πιάστηκαν  όλο μαζί, χέρι – χέρι, φτιάχνοντας έναν πελώριο κύκλο και άρχισαν να γελάνε δυνατά. , χλευάζοντας το φονιά που, δεν μπορούσε πια να τους πειράξει. Χόρεψαν, γλέντησαν, σήκωσαν στα χέρια τους ήρωες γιατρούς και τους χειροκρότησαν. Όλοι ήταν ελεύθεροι και υγιείς. Ο εχθρός χάθηκε για πάντα.
Κι έζησαν αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα…


Α. Μ. – ΣΤ2






Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΚΟΡΟΝΟΪΟΥ

  Τον 21ο αιώνα σε ολόκληρο τον κόσμο υπήρχαν πολλές ιώσεις (η γρίπη Η1Ν1, η λέπρα, ισπανική γρίπη, ο μαύρος θάνατος) και πολλοί άλλοι θανατηφόροι ιοί. Ώσπου μια μέρα εμφανίστηκε ένα καινούργιος που τον ονόμαζαν, Κορονοϊό. Όλοι γελάγανε μαζί του και τον κορόιδευαν, επειδή δεν είχε μολύνει και δεν είχε σκοτώσει πολλούς ανθρώπους. Έτσι είπε: << Κοροϊδεύετε, ε; Εγώ όχι επιδημία, πανδημία θα κάνω και όλοι θα τρέμουν μόλις ακούν το όνομα μου!!!>>. Έτσι ξεκίνησε το ταξίδι του.

            Άρχισε το ταξίδι του από την Ασία, συγκεκριμένα, από την Κίνα επειδή είχε πολλούς κατοίκους κι έτσι θα αποδείκνυε την αξία του, με το πρώτο κιόλας ταξίδι του! Κι έτσι έγινε! Πολλοί Κινέζοι έχασαν την ζωή τους από τον Κορονοϊό και πολλοί άλλοι αρρώστησαν βαριά. Το περισσότερο πλήγμα το είχε η Ουχάν με τους κατοίκους της να λένε για πάνω από 42.000 θανάτους. Οι άλλες ιώσεις φοβήθηκαν και σκέφτηκαν να πούνε στους γιατρούς της Ευρώπης και της Αμερικής για τον θανατηφόρο αυτό ιό.
            Ο Κορονοϊός συνέχισε το ταξίδι του στην Ευρώπη και έπειτα στην Αμερική με επίσης πολλές απώλειες. Η Ιταλία, η Ισπανία, η Γαλλία, η Γερμανία και η Η.Π.Α. <<χτυπήθηκαν>> περισσότερο. Έτσι, λοιπόν, μια μέρα οι γιατροί βρήκαν εμβόλιο! Όλοι εμβολιάστηκαν με αποτέλεσμα να μην έχουμε θανάτους. Ο Κορονοϊός πολλαπλασιαζόταν ταχύτατα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Πλέον, ο Κορονοϊός ήταν παρελθόν. Οι άλλες ιώσεις τον φυλάκισαν για 4 χρόνια (ήταν μια τιμωρία για όλες τις ιώσεις που προκάλεσαν επιδημία ή πανδημία) και έτσι όλοι ηρέμησαν, επέστρεψαν στην κανονικοί τους ζωή και ο Κορονοϊός ήταν στην φυλακή και δεν μπορούσε να απειλήσει πλέον ζωές ή τουλάχιστον πολλές ζωές και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!!!        
 

       

                             Σ. Μ. - ΣΤ2












Ο covid -19


Μια φορά κι έναν καιρό, κάπου στην κεντρική Ασία, ζούσε μια οικογένεια μικροβίων. Ο μικρότερος από όλους ήταν ο covid-19. Με τους γονείς του και τα αδέρφια του έκαναν ταξίδια σε όλη την Ασία. Τον μικρό covid-19 τον κορόιδευαν τα αδέρφια του για το μικρό του μέγεθος. Αυτός όμως πείσμωνε όλο και περισσότερο. Ήθελε να κάνει κάτι εντυπωσιακό για να κερδίσει το σεβασμό όλων.

Αυτό δεν άργησε να γίνει, αφού έφτασε στα χέρια του μια ανακοίνωση από τον βασιλιά της Mικροβιοχώρας,  τον Η1Ν1, ο οποίος  οργάνωνε έναν διαγωνισμό για να αναδειχθεί το πιο δυνατό μικρόβιο που θα γινόταν ο διάδοχός του. Οι συμμετέχοντες έπρεπε να σκοτώσουν όσους περισσότερους ανθρώπους μπορούσαν. Όποιος κέρδιζε, θα κατείχε τον τίτλο του βασιλιά των μικροβίων, αφού ο Η1Ν1 είχε νικηθεί από το εμβόλιο που είχαν βρει οι άνθρωποι. Όταν ο μικρός το  διάβασε, δήλωσε αμέσως συμμετοχή. Ήθελε τα αδέρφια του να τον σέβονται,  παρόλο που ήταν ο πιο μικρός. Ήταν η ευκαιρία που έψαχνε.

Ξεκίνησε λοιπόν για τον γύρο του κόσμου, όμως όπου και να πήγαινε, οι γιατροί προσπαθούσαν να τον αντιμετωπίσουν με διάφορα φάρμακα, ώσπου να βρουν το εμβόλιο εναντίον του. Ξεκίνησε από την Ασία, πήγε Ευρώπη και Αμερική, δεν ήθελε να πάει σε «εύκολους» προορισμούς που πήγαν οι υπόλοιποι συμμετέχοντες.

Είχε πλέον σκοτώσει τον μισό πληθυσμό όταν, ένα βράδυ εξουθενωμένος αποκοιμήθηκε. Είχε να ξεκουραστεί μέρες. Στον ύπνο του είδε πως εάν συνέχιζε να σκοτώνει ανθρώπους κάποια μέρα δεν θα έμενε  κάνεις και εκείνος και η οικογένειά του δεν θα είχαν που να ζήσουν και ποιους να μολύνουν και τότε δεν θα είχε νόημα να είναι βασιλιάς. Ξύπνησε τρομαγμένος από το όνειρο. Κατάλαβε ότι έπρεπε να δράσει αμέσως! Έτσι γύρισε πίσω στην πατρίδα του και ενημέρωσε την οικογένειά του, τα άλλα μικρόβια και τον βασιλιά για τις σκέψεις του. Όλοι συμφώνησαν ότι αυτό δεν θα έπρεπε να συμβεί. Δεν θα είχαν λόγο ύπαρξης. Επικράτησε πανικός...  Όλοι αποφάσισαν ότι δεν πρέπει να σκοτώνουν με μανία τους ανθρώπους.      
Από τότε κανένα μικρόβιο δεν απείλησε με μανία τους ανθρώπους, κι έτσι έρχονται μόνο τον χειμώνα, για να πουν ένα γρήγορο «γεια» και αμέσως μετά επιστρέφουν στην πατρίδα τους. Ο Covid-19 έγινε ο νέος βασιλιάς και κυβέρνησε την αυτοκρατορία των μικροβίων για πολλά-πολλά χρόνια. Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!                         


                Α. Γ. - ΣΤ2




















Η αποστολή μου
 

Ονομάζομαι Κορονοϊός και θα ήθελα να σας διηγηθώ την ιστορία μου. Εδώ και πάρα πολλά χρόνια ζούσα στη χώρα των ιών μαζί με την οικογένεια μου και τους φίλους μου. Η ζωή στη χώρα αυτή δε διαφέρει και πολύ από τη ζωή των ανθρώπων. Η καθημερινότητα μου έμοιαζε σαν και τη δική σας. Ξυπνούσα το πρωί, πήγαινα στην εργασία μου και το βράδυ πάντα γύριζα στο σπίτι προκειμένου να απολαύσω ήρεμες οικογενειακές στιγμές.

Μια μέρα όλα άλλαξαν!Ο κυβερνήτης της χώρας μου αποφάσισε ότι θα έπρεπε να πάμε στη διάσταση των ανθρώπων προκειμένου να ζήσουμε εκεί. Δυστυχώς, στη δική μου διάσταση δεν έχουμε τη δυνατότητα να φέρουμε στον κυβερνήτη μας αντιρρήσεις. Αναγκάστηκα λοιπόν, να πάρω τις βαλίτσες μου, να αποχαιρετήσω την οικογένεια μου και να πάω στον πλανήτη Γη. Όταν έφτασα εκεί, ακόμα δεν είχα καταλάβει τι  θα γινόταν. Αυτό που ήξερα ήταν ότι θα έπρεπε να βρω τρόπο να περάσω στον οργανισμό των ανθρώπων, προκειμένου να ετοιμάσω το καινούριο σπίτι των ιών.
Εκεί που καθόμουν και σκεφτόμουν τον τρόπο εισχώρησης, είδα έναν κύριο να κάθεται σε ένα παγκάκι και να τρώει πρόχειρο φαγητό. Ωραία!,  σκέφτηκα. Αν δεν πλύνει τα χέρια του θα έχω την ευκαιρία να ολοκληρώσω γρήγορα την αποστολή μου. Η τύχη μου χαμογέλασε. Σε λίγα δευτερόλεπτα είχα μπει και είχα ξεκινήσει τη δουλεία μου.Προετοίμασα το περιβάλλον και κάλεσα τον κυβερνήτη μου να δει το έργο μου. Αμέσως εκείνος έφτασε, αλλά δεν έμοιαζε καθόλου ευχαριστημένος από εμένα. «Δουλειά το λες αυτό;» μου είπε ειρωνικά. «Θέλω σε ένα μήνα, να μου έχεις βρει χιλιάδες τέτοια σπίτια. Το κατάλαβες;». Αμέσως έφυγε και εγώ απογοητευμένος άρχισα να σκέφτομαι πώς θα εκπληρώσω την επιθυμία του.
Η αλήθεια είναι ότι το νέο αυτό περιβάλλον δεν έμοιαζε και πολύ βολικό. Η θερμοκρασία συνεχώς άλλαζε και άκουγα περίεργους θορύβους. Ειλικρινά δεν μου άρεσε καθόλου αυτό το σπίτι, αλλά όπως σας είπα και στην αρχή δεν έχουμε τη δυνατότητα να φέρουμε στον κυβερνήτη μας αντιρρήσεις. Συνέχισα λοιπόν να δουλεύω ασταμάτητα μέχρι που μία ημέρα όλα άλλαξαν. Ενώ είχα συνηθίσει τους θορύβους και την αλλαγή του κλίματος, ξαφνικά δεν άκουγα απολύτως τίποτα. Η θερμοκρασία του περιβάλλοντος ήταν σταθερή αλλά τόσο παγερή που πραγματικά δεν μπορούσα να αντέξω ούτε λεπτό.
Φεύγοντας ,κατάλαβα την αλήθεια. Ο κύριος που είχε γίνει το σπίτι μου ήταν ξαπλωμένος με κλειστά μάτια αλλά δεν κοιμόταν. Δίπλα του ήταν άλλοι άνθρωποι που τον κοιτούσαν και έκλαιγαν. Ήταν πολύ θλιμμένοι αλλά και εξαγριωμένοι, μάλλον μαζί μου. Με αποκαλούσαν θανατηφόρο ιό και διάφορα άλλα. Αναρωτιόμουν τι είχα κάνει και τότε άκουσα στην τηλεόραση ότι υπάρχει ένας ιός που προκαλεί ακόμα και το θάνατο στους ανθρώπους. Για να είμαι ειλικρινής, ποτέ δεν θέλησα να κάνω κακό στους ανθρώπους. Μία αποστολή ήθελα να ολοκληρώσω μόνο. Ένιωσα πολύ άσχημα και ήθελα να απολογηθώ.
Την επόμενη ημέρα τηλεφώνησα στον κυβερνήτη μου και του είπα ότι δεν θέλω να συνεχίσω άλλο.Παγερά μου απάντησε ότι η αποστολή μου θα πρέπει να εκτελεστεί. Ένιωσα απαίσια και άρχισα να σκέφτομαι ότι και εσείς οι άνθρωποι έχετε οικογένεια, φίλους και ανάγκη για ζωή. Δεν άντεχα αλλά έπρεπε να συνεχίσω. Συνέχισα λοιπόν την απάνθρωπη και θλιβερή αποστολή μου, ελπίζοντας κάποιος να με σταματήσει.
Μία ημέρα λοιπόν και ενώ βρισκόμουν σε πλήρη απογοήτευση, τηλεφώνησε ο κυβερνήτης μου και μου είπε ότι έχει βάσιμες πληροφορίες πως οι άνθρωποι ετοιμάζουν φάρμακα και εμβόλιο που ενδέχεται να σταματήσουν την αποστολή μου. Μου συνέστησε να είμαι πολύ προσεχτικός και να δυναμώσω όσο μπορώ. Του απάντησα ότι θα το κάνω. Όπως καταλαβαίνετε του είπα ψέματα!
Έχουν περάσει αρκετοί μήνες και ακόμα βρίσκομαι ανάμεσα σας. Ξέρω όμως ότι σε λίγο θα σας αποχωριστώ. Θέλω να είμαι μακριά σας για να είστε υγιείς. Θέλω να γυρίσω πίσω στη χώρα μου και την οικογένεια μου. Μπορείτε να τα καταφέρετε αγαπημένοι μου άνθρωποι, μπορείτε! Είστε πολύ κοντά...

                                                        


                                               Μ. Μ. - ΣΤ2








Ένα παραμύθι, για τον Κορωνοϊό

Μια φορά κι έναν καιρό, στα βάθη της μακρινής Κίνας, στην πόλη Γουχάν, ζούσε μια βασίλισσα η Κορώνα, μαζί με τον μονάκριβο γιο της, τον ΚορΩνοϊό.
Είχε το βασίλειό της πάνω σε μια νυχτερίδα, εδώ και πολλούς αιώνες.
Αφού είχε γεράσει πάρα πολύ πια, αποφάσισε να δώσει τα ηνία του βασιλείου της στο γιο της. Τον φωνάζει λοιπόν μια μέρα και του λέει: « Γιε μου, ήρθε η ώρα να κατακτήσεις τον κόσμο! Εγώ γέρασα πια! Πάρε λοιπόν τα όπλα σου και αφάνισε την ανθρωπότητα! Πρέπει πια οι άνθρωποι να καταλάβουν ότι δεν μπορούν να κάνουν ότι τους καπνίσει».
Κι έτσι, ο ΚορΩνοϊός, βάζει τα όπλα του στην πλάτη και ξεκινάει. Κορέα, Ινδία, Τουρκία, Ιταλία… όπου πέρναγε σκόρπιζε τον θάνατο! Κάποτε, έφτασε στην Ελλάδα, μια μικρή χώρα. Εκεί ανάγκασε τον κόσμο να μείνει στα σπίτια του, να ερημώσουν οι δρόμοι, άνθρωποι με χρόνιες και σπάνιες παθήσεις να μην μπορούν να πάρουν τα φάρμακά τους!
Ώσπου μια μέρα, έφτασε ο ιππότης Σωτήρης Τσιόδρας, μαζί με άλλους πολεμιστές… τους Ιατρούς και το Νοσηλευτικό Προσωπικό!
Όλοι μαζί, κατάφεραν να νικήσουν τον Κορωνοϊό, και να τον στείλουν πίσω στο βασίλειό του, μαζί με την μητέρα του την Κορώνα και να μείνουν εκεί, για όλη την υπόλοιπη ζωή τους!
Και ζήσαν αυτοί κακά κι εμείς … ΚΑΛΥΤΕΡΑ!!!


                                                                                              Γ. Τ. - ΣΤ 2






Τα δύο βασίλεια

Μια φορά κι έναν καιρό, τότε που ζούσε ο Νώε, στην χώρα Κίνα υπήρχαν δύο βασίλεια. Το πρώτο ονομαζόταν Υπομονή και είχε έναν δίκαιο, τίμιο και γενναιόδωρο βασιλιά που ονομαζόταν Εμβόλιο. Το δεύτερο ονομαζόταν Απομόνωση και είχε έναν κακό, άδικο και ψεύτη βασιλιά που ονομαζόταν Κορονοϊος ή covid-19.
Ο βασιλιάς Εμβόλιο είχε σώσει την πόλη του πολλές φορές από διάφορους βασιλιάδες, που τους ονόμαζε ιούς. Αλλά αυτός ο ιός ήταν ο χειρότερος γιατί: προκαλούσε στους ανθρώπους δυστυχία, θυμό, στεναχώρια και τους απομόνωνε από τους συνανθρώπους τους.
Μετά από 37 ήττες και μετά από 37 διαφορετικές τακτικές δοκίμασε την τελευταία του τακτική, που την ονόμαζε υπομονή. Και με αυτή την τακτική κατάφερε να νικήσει τον Κορονοϊό.
Στο τέλος όλοι ξαναβρήκαν τη χαρά τους, τη υπομονή τους και την κοινωνικότητά τους.                               



Ζ. Τ. - ΣΤ2



«Ο Κορονοϊός»
Πριν πολλούς μήνες ένα διαστημόπλοιο έπεσε από το διάστημα, κοντά σε ένα πανέμορφο ροζ σπιτάκι. Κανένας άνθρωπος δεν πήγε να δει τι έγινε, μονάχα το κοριτσάκι που έμενε στο σπιτάκι αυτό.
Το κοριτσάκι, χωρίς να φοβάται, πήγε αμέσως να βοηθήσει, χωρίς να ξέρει τι ήταν εκεί. Το κοριτσάκι, που λεγόταν Λία, αντίκρισε μπροστά της κάτι σαν… φάντασμα! Τον Κορονοϊό! Η Λία τον βοήθησε και τον πήγε στο σπίτι της, για να μην τον βρει κανείς.
Μέσα σε δύο μήνες, η Λία και ο Κορονοϊός, είχαν γίνει φίλοι, χωρίς να γνωρίζει κανένας τίποτα γι’ αυτούς. Τον τρίτο μήνα, ο Κορονοϊός πήρε ένα μήνυμα από την οικογένειά του, που τον τάραξε πολύ και είπε στη Λία, πώς δεν ήταν φάντασμα, αλλά ένας ιός, που όσο θα μεγαλώνει οι δυνάμεις του θα δυναμώνουν και μπορεί να κολλήσει ολόκληρη τη Γη. Επίσης, της είπε πώς έπρεπε να φύγει από τον πλανήτη Γη, γιατί  αλλιώς θα  έρχονταν οι γονείς του, που ήταν πολύ δυνατοί ιοί και τότε τα πράγματα θα γίνονταν ακόμη χειρότερα.
Μέσα σε λίγες μέρες όμως, η Λία άρχισε να βήχει και να μην μπορεί να αναπνεύσει. Ο Κορονοϊός, δεν μπορούσε να φύγει από τη Γη και να αφήσει τη φίλη του άρρωστη, έτσι πήρε το κινητό της και άρχισε να ψάχνει τους φίλους της, όμως δεν βρήκε κανέναν, γιατί η Λία, από τότε που ήρθε στη γη, έκανε παρέα μόνο μαζί του, δεν έβγαινε από το σπίτι της για να συναντήσει κανέναν κι έτσι όλοι την είχαν ξεχάσει. Χωρίς να χάσει καιρό, ο Κορονοϊός την  πήρε, την έβαλε στο σκουτεράκι της και την πήγε αμέσως στο νοσοκομείο. Την άφησε γρήγορα μέσα και ο ίδιος κρύφτηκε.
Οι γιατροί μόλις την είδαν, κατάλαβαν πως ήταν άρρωστη βαριά  και πως έπρεπε να μείνει στο νοσοκομείο, αλλά δεν γνώριζαν για πόσο καιρό.
Ο Κορονοϊός όταν το άκουσε αυτό, πήρε το διαστημόπλοιό του και έφυγε γρήγορα για τον πλανήτη του. Μετά από λίγες ημέρες έφτασε και άρχισε να ζητάει εξηγήσεις, από την οικογένειά του, για ποιο λόγο, δηλαδή, τον έστειλαν στη Γη και όχι σε κάποιον άλλο πλανήτη, σαν τον δικό τους, όπου δεν θα προξενούσε κανένα κακό.
Η οικογένεια του Κορονοϊόύ, διέκρινε ότι του άρεσε πολύ η Γη. Αυτό όμως δεν έπρεπε να συμβεί! Γιατί τον έστειλαν για να νοσήσει ολόκληρη η Γη, χωρίς ο ίδιος να ξέρει τίποτα! Δεν έπρεπε με τίποτα να αγαπήσει τους ανθρώπους στη Γη! Έπρεπε να τους κάνει να αρρωστήσουν όλοι!
Αμέσως η οικογένειά  του διάταξε να τον συλλάβουν και τον οδήγησαν στη φυλακή για προδοσία! Ο Κορονοϊός ήταν πολύ στενοχωρημένος για τη μικρή του φίλη, όμως δεν μπορούσε να βγει από τη φυλακή, παρά μόνο αν δεχόταν την αποστολή του, δηλαδή να γίνει ένας κακός ιός, που θα πήγαινε σε διάφορους αθώους πλανήτες για να τους κάνει όλους να αρρωστήσουν. Στη φυλακή υπήρχαν κι άλλοι δύο φυλακισμένοι, που ήταν εκεί για τον ίδιο περίπου λόγο.
Ο Κορονοϊός σκέφτηκε πως μπορούσε να βγει από το μπουντρούμι, αρκεί να είχε κάτι μακρύ για να φτάσει κρυφά τα κλειδιά του φύλακα. Συνεννοήθηκε με τους άλλους δύο φυλακισμένους και ένωσαν μαζί ότι μακριά αντικείμενα είχαν                    ( πιρούνια, καλαμάκια, ξυλάκια). Ο Κορονοϊός, τα έδεσε όλα μαζί με μια κολλητική ταινία, που του είχε χαρίσει η φίλη του η Λία, προσπάθησε ένα φτάσει τα κλειδιά και τελικά τα κατάφερε!
Αμέσως, ξεκλείδωσε το μπουντρούμι το δικό του και των άλλων φυλακισμένων. Όλοι μαζί πήγαν στο εργαστήριο της οικογένειας, όπου κατασκεύαζαν τα φάρμακα και τα εμβόλια για τις αρρώστιες. Ο Κορονοϊός, είχε την ευκαιρία να σώσει τους γήινους, αρκεί να έβρισκε το σωστό εμβόλιο!!
Οι δύο άλλοι κρατούμενοι, με τις γνώσεις που είχαν, τον βοήθησαν κι έτσι σε λίγα λεπτά είχαν έτοιμο το εμβόλιο!
Ο Κορονοϊός προσπάθησε να φύγει από τον πλανήτη του, αλλά  κάποιοι μικροί ιοί τον είδαν! Παραλίγο να τον πρόδιδαν, όμως ο Κορονοϊός τους εξήγησε τι ήθελε να κάνει και οι μικροί ιοί, αποφάσισαν να τον βοηθήσουν , ώστε να σωθούν οι αθώοι γήινοι. Με τη βοήθεια των μικρών ιών, ο Κορονοϊός έκλεψε ένα διαστημόπλοιο και  επέστρεψε στη Γη  για να βοηθήσει τη φίλη του τη Λία, αλλά και όλους τους άλλους γήινους.
Μόλις έφτασε στη Γη, ο Κορονοϊός, πήγε αμέσως το εμβόλιο στο νοσοκομείο κι έτσι σώθηκε η Λία και όλοι οι υπόλοιποι άρρωστοι. Ο Κορονοϊός, γύρισε πίσω στον πλανήτη του. Οι μικροί ιοί, τους είχαν ενημερώσει όλους για το τι πήγαινε να κάνει στη Γη. Όταν λοιπόν, επέστρεψε στον πλανήτη του, όλοι οι ιοί, τον ανακήρυξαν ως νέο Βασιλιά Κορονοϊό, διότι με τις προσπάθειές του, έσωσε έναν αθώο πλανήτη από την καταστροφή. Η οικογένεια του Κορονοϊού, φυλακίστηκε και έχασε το αξίωμα της βασιλείας, που είχε.
Κι έτσι, έζησαν όλοι οι ιοί καλά και οι γήινοι καλύτερα!!!
Θ. Κ. – ΣΤ2


2 σχόλια: