Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 4 Απριλίου 2020

ΤΑΞΙΔΙ ΜΕ ΧΡΟΝΟΜΗΧΑΝΗ 7


Άλλη μια βαρετή μέρα ξημέρωσε. Έχουν περάσει ήδη δεκαπέντε ημέρες που έχω να δω τους φίλους μου και τους συμμαθητές μου, τον δάσκαλό μου και να βγω έξω! Κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια, λόγω Κορονοϊού. Κάτι πρέπει να κάνω σήμερα για να ξεσκουριάσω… Το βρήκα! Θα ψαχουλέψω λίγο στο υπόγειο, να δω τι παλιατζούρες έχει μέσα! Ίσως βρω κάτι χρήσιμο. Ποιος ξέρει…

Σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι και σιγά σιγά, για να μην με ακούσει κανείς, πηγαίνω στην αποθήκη και ανοίγω την καταπακτή να κατέβω στο υπόγειο.

Πω –πω! Αράχνες και σκοτάδι εδώ μέσα! Καλά που προνόησα και πήρα τον φακό του παππού μαζί μου. Αυτή η μυρωδιά της υγρασίας σίγουρα θα «ξυπνήσει» την αλλεργία μου! Βήξιμο – φτέρνισμα και άλλα πολλά. Δε βαριέσαι! Δεν πειράζει!

Καθώς ανοίγω το φακό και κάνω ένα βήμα, κάπου σκοντάφτω! Ωπ! Τι είναι αυτό; Φέγγω εκεί και βλέπω ένα μπαούλο! Ωπ! Θησαυρός, σκέφτηκα, καθώς άπλωνα το χέρι ν’ ανοίξω το καπάκι του.

Το μόνο που ευχόμουν ήταν να μην εμφανιστεί κανένς ποντικός! Σηκώνω και νιώθω ένα αόρατο χέρι να με τραβάει με δύναμη και να στροβιλίζομαι στο κενό, τόσο δυνατά, που κόντευε να σταματήσει η ανάσα μου! Σαν να ήμουν σ’ ένα σωλήνα και με τραβούσε… Πού άραγε; Νιώθω να πέφτω με δύναμη κάτω και τρομαγμένος ανοίγω τα μάτια μου. Τι έγινε τώρα πού  είμαι; Μαμά!!!

« Άσε τα μαμά , ωρέ!». Ακούω.

Σηκώνω το κεφάλι μου και βλέπω μια γνώριμη φιγούρα. Στεκόταν εκεί, με το στρογγυλό του πρόσωπο, το τσιγκελωτό μουστάκι και τα πυκνά μαλλιά του, κρατώντας την ελληνική σημαία. Δεν αναγνωρίζω τη βροντερή φωνή του, αλλά τον ξέρω! Είμαι σίγουρος. Έχω δει την φωτογραφία του κρεμασμένη στους τοίχους του σχολείου και στα βιβλία μου. Δε νιώθω φόβο, αλλά ενθουσιασμό και περιέργεια!

« Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή», φωνάζει και μου πιάνει το χέρι. Σηκώνομαι. Γύρω μου βουνά και πτώματα εδώ κι εκεί. Σε μιαν άκρη βρισκόταν συγκεντρωμένοι προεστοί και οπλαρχηγοί με τις τεράστιες φουστανέλες τους και τα πρωτοπαλίκαρά τους, καθισμένοι κατάχαμα. Προσπαθούν να ανασυνταχθούν.

«Ελευθερία ή θάνατος», φωνάζει ο Παλιών Πατρών Γερμανόςκαι υψώνει το λάβαρο της επανάστασης. Στα κακοτράχαλα βουνά της Πελοποννήσου, τους βλέπω όλους μαζεμένους σαν να ήθελαν να με υποδεχτούν, πριν από μια άψογη μάχη με τους Τούρκους. Ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης, ο Διάκος, Ο Μακρυγιάννης, ο Παπαφλέσσας, ο Κανάρης, ο Μιαούλης, ο Μπότσαρης, ήταν όλοι εκεί για μένα, σαν να ήξεραν ότι τους θαυμάζω και ότι ήθελα πολύ να τους γνωρίσω και με κοιτούσαν χαμογελώντας.

Από την άλλη οι Τούρκοι, το βάζουν στα πόδια σαν αρουραίοι! Το μόνο που μπορούσα να νιώσω εκείνη την ώρα ήταν σεβασμός             γι’ αυτούς τους ήρωες και περηφάνια που είμαι Έλληνας!

Ξαφνικά, νιώθω πάλι αυτό το αόρατο χέρι να με τραβάει και αρχίζω να στροβιλίζομαι ξανά με δύναμη και ο σωλήνας να με πετάει κάτω με δύναμη. Ο φακός είχε πια σβήσει αλλά μπορούσα να καταλάβω πού ήμουν. Μέσα στο μπαούλο! «Γρηγόρη!  Γρηγόρη!  Τι δουλειά έχεις εδώ; Δεν σου έχω πει να μην κατεβαίνεις εδώ κάτω;».

Άντε τώρα, να εξηγήσω στη μαμά μου τι έγινε! Πού πήγα και τι έζησα! Λέω να μην της πω τίποτα. Θα με περάσει για τρελό! Άστο καλύτερα!!! Μπορεί κάποτε, να τους το πω, αλλά ποιος θα με πιστέψει;;;
Γ.Τ - ΣΤ2


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου